Αισχύλος, απ. 47 Werner
Πολλά έχουν γραφτεί για τη μακροχρόνια σιωπή του Κάλβου. Από το 1826, που τύπωσε στη Γενεύη τη δεύτερη ποιητική του συλλογή, ως το θάνατό του, το 1869, στο Λάουθ της Αγγλίας, πέρασαν 43 χρόνια, χωρίς μια ποιητική φωνή να χαράξει τη σκοτεινή τους σιωπή. Όλοι όσοι ασχολήθηκαν με το γεγονός αυτό, προσπάθησαν να το εξηγήσουν με εξωτερικά αίτια: Ούτε λίγο ούτε πολύ έφτασαν στο συμπέρασμα πως απ’ τη μια η γλώσσα του, δύσκολη, αρχαϊκή και στρυφνή, κι απ’ την άλλη ο δύστροπος και ευερέθιστος χαρακτήρας του, συνετέλεσαν στο να σταματήσει να γράφει. Ούτε η γλώσσα του, λένε, είχε απήχηση στους αγωνιζόμενους Έλληνες, κι έτσι οι Ωδές του έμειναν ξένες γι’ αυτούς, ούτε ο ίδιος είχε καλύτερη μεταχείριση από την ελληνική Κυβέρνηση, όταν ήρθε στην Ελλάδα, μετά το 1826, «pour exposer un coeur de plus au fer de Musulmans”. Αδιαφόρησαν για την προσφορά του κι έφυγε απογοητευμένος, αποφασίζοντας να μην γράψει πια καμιά Ωδή. Άλλοι μελετητές, ξεκινώντας από την απουσία επαφής ανάμεσα στον Κάλβο και τον Σολωμό τον καιρό που ζούσαν και οι δύο στην Κέρκυρα, κατέληξαν στο συμπέρασμα πως η σιωπή του οφείλεται στο ότι τα πατριωτικά ποιήματα του Σολωμού είχαν γίνει γνωστά στο Έθνος, ενώ τα δικά του έμειναν αφανή· έτσι κατακάθισε μέσα του μια πικρία που συνετέλεσε στην αναστολή για πάντα της ποιητικής του έκφρασης. Άλλοι, τέλος, επικαλούνται τη θεωρία της στράτευσης: Ο Κάλβος ήταν στρατευμένος ποιητής στην υπόθεση της ελληνικής Επανάστασης –Καρμπονάροςς ο ίδιος και στέλεχος της Καρμποναρίας· όλες του οι Ωδές «υμνούν» ή «εγκωμιάζουν» ή «παιανίζουν» την Επανάσταση. Και σταμάτησε να γράφει «όταν πια εξασφαλίστηκε η απελευθέρωση της Ελλάδας, αφού το Μάρτιο του 1826 υπογράφτηκε το πρωτόκολλο των Μεγάλων Δυνάμεων που απετέλεσε την αφετηρία της ελληνικής ανεξαρτησίας». Έτσι, σύμφωνα με άλλο κριτικό, «ίσως και να μην εσύνθετε τις Ωδές του, αν δεν είχε τέτοια γεγονότα ‘ένδοξα’ να υμνήσει».