Τετάρτη 25 Σεπτεμβρίου 2019

Η σιωπή του Κάλβου



Σιγών δ’ όπου δει και λέγειν τα καίρια **
Αισχύλος, απ. 47 Werner

Πολλά έχουν γραφτεί για τη μακροχρόνια σιωπή του Κάλβου. Από το 1826,  που τύπωσε στη Γενεύη τη δεύτερη ποιητική του συλλογή, ως το θάνατό του, το 1869, στο Λάουθ της Αγγλίας, πέρασαν 43 χρόνια, χωρίς  μια ποιητική φωνή να χαράξει τη σκοτεινή τους σιωπή. Όλοι όσοι ασχολήθηκαν με το γεγονός αυτό, προσπάθησαν να το εξηγήσουν με εξωτερικά αίτια:  Ούτε λίγο ούτε πολύ έφτασαν στο συμπέρασμα πως απ’ τη μια η γλώσσα του, δύσκολη, αρχαϊκή και στρυφνή, κι απ’ την άλλη ο δύστροπος και ευερέθιστος χαρακτήρας του, συνετέλεσαν στο να σταματήσει να γράφει. Ούτε η γλώσσα του, λένε, είχε απήχηση στους αγωνιζόμενους Έλληνες, κι έτσι οι Ωδές του έμειναν ξένες γι’ αυτούς,  ούτε ο ίδιος είχε καλύτερη μεταχείριση από την ελληνική Κυβέρνηση, όταν ήρθε στην Ελλάδα, μετά το 1826, «pour exposer un coeur de plus au fer de Musulmans”. Αδιαφόρησαν για την προσφορά του κι έφυγε απογοητευμένος,  αποφασίζοντας να μην γράψει πια καμιά Ωδή. Άλλοι μελετητές, ξεκινώντας από την απουσία επαφής ανάμεσα στον Κάλβο και τον Σολωμό τον καιρό που ζούσαν και οι δύο στην Κέρκυρα, κατέληξαν στο συμπέρασμα πως η σιωπή του οφείλεται στο ότι τα πατριωτικά ποιήματα του Σολωμού είχαν γίνει γνωστά στο Έθνος, ενώ τα δικά του έμειναν αφανή· έτσι κατακάθισε μέσα του μια πικρία που συνετέλεσε στην αναστολή για πάντα της ποιητικής του έκφρασης.  Άλλοι, τέλος, επικαλούνται τη θεωρία της στράτευσης: Ο Κάλβος ήταν στρατευμένος ποιητής στην υπόθεση της ελληνικής Επανάστασης –Καρμπονάροςς ο ίδιος και στέλεχος της Καρμποναρίας·  όλες του οι Ωδές «υμνούν» ή «εγκωμιάζουν» ή «παιανίζουν» την Επανάσταση.  Και σταμάτησε να γράφει «όταν πια εξασφαλίστηκε η απελευθέρωση της Ελλάδας, αφού το Μάρτιο του 1826 υπογράφτηκε το πρωτόκολλο των Μεγάλων Δυνάμεων που απετέλεσε την αφετηρία της ελληνικής ανεξαρτησίας». Έτσι, σύμφωνα με άλλο κριτικό, «ίσως και να μην εσύνθετε τις Ωδές του,  αν δεν είχε τέτοια γεγονότα ‘ένδοξα’ να υμνήσει».

Όλα αυτά είναι φυσικά λογικές υποθέσεις· καθένας κρίνει με το μέτρο των δικών του αδυναμιών. Κανένας, ωστόσο, δεν αναζήτησε την αιτία της σιωπής του

Σε εσωτερικά γεγονότα,  δηλαδή μέσα στην ποίησή του.

Ας παραδεχτούμε πως απογοητεύτηκε από το επαναστατικό χάος που βρήκε στην Ελλάδα, όταν κατέβηκε στο Ναύπλιο, αν και κάτι παρόμοιο θα μπορούσε εύκολα να αντικρουστεί: το «χάος είναι φυσικό επακόλουθο σε μια επαναστατημένη χώρα-και μάλιστα σε στιγμές που η επανάσταση φαίνεται να κινδυνεύει. Η απογοήτευση σε τέτοιες περιστάσεις είναι ξένη προς τις αγωνιστικές ιδιοσυγκρασίες, όπως ήταν ο Κάλβος. Βέβαια δεν περίμενε να βρει την ευνομία και την κρατική τάξη της Γαλλίας ή της Αγγλίας;-δεν υπήρχε ακόμα κράτος. Μυημένος σε επαναστατικές εταιρίες μπορούσε πολύ καλά να λογαριάζει τις επιπτώσεις των επαναστάσεων. Έτσι, αν υποθέσουμε πως ένιωσε απογοήτευση,  αυτή οφειλόταν στη στάση της προσωρινής κυβέρνησης, πράγμα άσχετο προς την υπόθεση και την ουσία της Επανάστασης.

Η γλώσσα του (η ποιητική) και η ποίησή του οπωσδήποτε τον απασχολούσαν. Ήξερε, ωστόσο (κι αυτό θα πρέπει να θεωρηθεί αντικειμενικά δεδομένο) πως η γλώσσα του δεν ήταν αυτή που μιλούσαν οι αγωνιστές και ο λαός, τουλάχιστο στο γραμματικό και στο φωνητικό μέρος· η συνειδητοποίηση του πράγματος αυτού φαίνεται από τον «Πίνακα των λέξεων και φράσεων», που επισυνάπτει στη Λυρα (1824),όπου εξηγεί (στα γαλλικά) τις δημοτικές λέξεις που χρησιμοποιεί, και δεν είναι λίγες ή  τους δημοτικούς τύπους λέξεων. Τις λόγιες ή αρχαίες τις π΄ροϋποθέτει γνωστές για τους ξένους. Έτσι δεν υπήρχε λόγος να απογοητευτεί από το ότι ο αγωνιζόμενος λαός δεν θα καταλάβαινε τη γλώσσα του και τις Ωδές του. Κι ακόμα: Την κλασική παιδεία που διέθετε ο Κάλβος,  και που άφθονα στοιχεία της διοχέτευε στην ποίησή του, τη διέθετε ο λαό; «Πολλού γε και δει». Από την άλλη, όμως, δεν φαντάζομαι αν εκείνα τα χρόνια δημοσιεύονταν οι «Ελεύθεροι πολιορκημένοι» του Σολωμού, να καταλάβαιναν οι αγωνιζόμενοι Έλληνες περισσότερο από ό, τι θα καταλάβαιναν τις Ωδές του Κάλβου. Ο ίδιος ο Σολωμός στους «Στοχασμούς» που ο Πολυλάς προτάσσει στα «Σχεδιάσματα» των ¨Ελεύθερων  πολιορκημένων»,  λέει: «Ας εργάζεται (το ποίημα) αδιάκοπα για την αληθινήν ουσία, αλλά εις τρόπον ώστε να μη το καταλάβουν  ειμή οι νόες οι γυμνασμένοι και βαθείς». Το παράλληλο του Κάλβου: «Τα μεν άλλα τα κρίνω περιττά δια τους αληθώς ποιητάς, και μάλλον περιττότερα δια τους αντιποιουμένους μεν των Μουσών την ευμένειαν, καταδικασμένους δε από την φύσιν εις άλλην τινά υπουργίαν». Αυτό το ξέρει ο Κάλβος από το 1814, από τότε που, είκοσι δύο ετών, έγραψε (ιταλικά) την Ωδή εις Ιονίους»: La regione poetica sara intesa da pochi e troveranno quelli che non vi penetrano aver io spesso parlato alla siufusa», αντιμετωπίσεις της εποχής.

Το ότι ένα μέρος από την ποίηση του Σολωμού (και όχι το σημαντικότερο) είχε φτάσει στο λαό, δεν πρέπει να εκληφθεί ως αίτιο δημιουργίας συναισθημάτων μειονεξίας για τον Κάλβο. Ποιητής με δύναμη και «σοφία», με ολοκληρωμένη αντίληψη για τον κόσμο και τους ορισμούς του, «αετός» που εποπτεύει τη ζωή και τα πεπρωμένα της, δεν θα κατέβαινε τόσο χαμηλά. «Όσο κι αν του προσάπτουν πως  υπέτασσε την ποίηση στην ηθική της ιδεολογικής του γραμμής, όσο κι αν ισχυρίζονται πως διέγραφε για την ποίησή του έναν αλλότριο προορισμό, ήξερε ποια απόσταση τον χωρίζει από τους άμουσους, πόσο μακριά βρίσκονται εκείνοι που δεν πρόκειται να καταλάβουν ποτέ. Χαρακτηριστικό του πνεύματος αυτού είναι και ένα άλλο εσωτερικό στοιχείο: Το μότο στην έκδοση της Λύρας που λείπει από πολλές κατοπινέςεκδόσεις, ενώ είναι οργανικό στοιχείο της ποιητικής του αντίληψης:

Όσσα δε μοι πεφίληκε Ζεύς
ατύζονται βοάν
Πιερίδων αίοντα
Γαν τε και πόντον κατ’ αμαιμάκετον.

Ωστόσο, αυτή ηεπινόηση της πνευματικής αντιζηλίας ανάμεσα στον Κάλβο και τον Σολωμό, που εξέθρεψε με το πικρό της γάλα αρκετές γενεές, έφτασε κάποιες φορές σε παράδοξες και ανεξήγητες διαπιστώσεις ή και απορίες. Και εδώ σα μου επιτραπεί μια παρένθεση:Σε μια σημείωση του προλόγου του, στην αλεξανδρινή έκδοση των Ωδών», ο Γιώργος Σεφέρης διατυπώνει αυτή την απορία: «Θα ήθελα να ξέρω αν το μονότονον των κρητικών επών δεν είναι μια πετριά για των Σολωμό». Η ίδια απορία επαναλαμβάνεται και σε όλες τις εκδόσεις των «Δοκιμών», που περιέχουν αυτόν τον πρόλογο. Η «επισημείωσις» του Κάλβου, όπου υπάρχει ο περίφημος αφορισμός του (‘αποφεύγοντας ούτω το μονότονον των κρητικών επών, μιμούμενος τα κινήματα της ψυχής, και χαρακτηρίζομεν τα όσα ή αι του ανθρώπου αισθήσεις απαντώσιν εις την φυσικήν και εις την φανταστικήν οικουμένην’), συνάπτεται στην έκδοση της Λύρας (1824). Ως τότεο Σολωμός είχε γράψει τον «Ύμνον εις την ελευθερίαν»» που πρωτοτυπώθηκε στη Γαλλία το 1825, τα «Δύο αδέλφια» και την «Τρελή μάνα», το «Ο θάνατος του βοσκού», την «Ευρυκόμη», την Ξανθούλα», την «Ψυχούλα», τα «Λϊγα γιούλια»και τη «Σκιά του Ομήρου» που ο Πολυλάς τα χαρακτηρίζει «ποιητικά γυμνάσματα αυτής της εποχής», δηλαδή μετά την επιστροφή του Σολωμού από την Ιταλία (1818), γραμμένα ως το 1823, στη λεγόμενη «ζακυνθινή περίοδο». Από αυτά μόνο τρία («Ο θάντος της ορφανής», «Οθάντος του βοσκού», «Η Ευρυκόμη»), είναι σε δεκαπεντασύλλαβο στίχο με δίστιχα ριμαρισμένα, ενώ τα άλλα είναι σε διαφορετικούς στίχους και μέτρα (εφτασύλλαβο, οχτασύλλαβο, πεντασύλλαβο κ. λ. π. ιαμβικό, τροχαϊκό κ. ά.). Ο Πολυλάς σημειώνει για πολλά από αυτά πως δεν βρίσκονται σε χειρόγραφα του ποιητή, «και παρ’ όλο ότι η γνησιότης τους δεν αμφιβάλλεται, δεν είναι όμως βέβαιο να τα έχωμε εις την αληθινή τους μορφή κατά πάντα». Το σπουδαιότερο είναι πως δεν ξέρομε αν ήταν καθόλου γνωστά, αφού δεν είχαν δημοσιευτεί, και ενδεχομένως να κυκλοφορούσαν στα χείλη μερικών στενών φίλων του ποιητή. Ύστερα, τα ελάχιστα ατά γυμνάσματα, τα γραμμένα σε δεκαπεντασύλλαβο, κι αν ακόμα υποθέσουμε πως ήταν γνωστά, θα μπορούσαν ν’ αποτελέσουν στοιχείο για μια τόσο κατηγορηματική δήλωση του Κάλβου, που να περιέχει πνεύμα πολεμικής; Ο δεκαπεντασύλλαβος των κρητικών επών με το «μονότονόν» του ξαναζεί στον «Κρητικό» (1833). Στο Β’ σχεδίασμα των «Ελεύθερων πολιορκημένων» και σε άλλα μεταγενέστερα ποιήματα. Πώς ήταν δυνατό λοιπόν ο Κάλβος να ρίξει «πετριά» του Σολωμού για έργα, που όταν έγραφε την «Επισημείωσιν» δεν υπήρχαν, γράφτηκαν χρόνια μετά μκαι έγιναν γνωστά ύστερα από το θάνατο του Σολωμού(1859); Παρένθεση, τέλος.

Έπειτα, η στράτευση του Κάλβου, κι αν ακόμα την παραδεχτούμε ως ψυχολογικό γεγονός  ιδεολογικού προσανατολισμού, δεν συνιστά δεσμευτικό ή ανασταλτικό στοιχείο της πνευματικής δημιουργίας. Ο ποιητής εμπνεύστηκε από (ή έστω ύμνησε) το εικοσιένα. Η στιγμή ήταν μεγάλη και μοναδική- και ποιος από τους ποιητές που έζησαν εκείνα τα σημαδιακά ιστορικά γεγονότα, δεν εμπνεύστηκε από αυτά; Ο ισχυρισμός είναι πως έγραψε μ ό ν ο για την επανάσταση ή , κι αν ακόμα δεν αφιερώνει ωδή σε κάποιο γεγονός, την υπονοεί. Όμως, δεν είναι μόνο αυτό: Η επανάσταση είναι το πλαίσιο,  που μέσα του κινεί τους στίχους του και διαμορφώνει τα πρόσωπα της ποιητικής του μυθολογίας. Μέσα σ’ αυτό αναπτύσσονται και ολοκληρώνονται οι βασικότερες αξίες της ανθρώπινης ζωής: η πατρίδα,  η ελευθερία, η αρετή, ο αγώνας, η αγάπη,  η καλοσύνη,  η αξιοπρέπεια, η περηφάνια του ατόμου. Ακόμα γίνεται λόγος για τον έρωτα (αρκετά συχνά), για το θάνατο (ωδή ξεχωριστή), για τη φύση (το βάθρο όπου στηρίζει την ποίησή του), για τη θλίψη, για τη χαρά, τόσα άλλα. Και οι στροφές που αναφέρονται σ’ αυτές τις εκδηλώσεις και σ’ αυτές τι αξίες, είναι και οι δυνατότερες ποιητικά. Και ούτε ο ποιητής «καταλήγει πάντα με μια ενθουσιαστική κραυγή παιανική». Αυτή τη λαθεμένη διατύπωση μόνο μια επιδερμική θεώρηση της καλβικής ποίησης μπορεί να την κάνει. Αν εξαιρέσουμε ελάχιστες ωδές, όλες οι άλλες καταλήγουν με το  θάνατο. Υπάρχει στον Κάλβο ποιητική ολοκλήρωση.

Ο ισχυρισμός πω ς ο Κάλβος σταμάτησε να γράφει γιατί τον Μάρτη του 1826 υπογράφτηκε το πρώτο πρωτόκολλο του Λονδίνου, που εξασφάλιζε στην Ελλάδα ένα είδος ανεξαρτησίας, κι έτσι είχε πετύχει ο σκοπός της επανάστασης, είναι κάπως αυθαίρετος. Και πρώτα, η επανάσταση δεν σταμάτησε τότε. Ως τον Μάρτη του 1829, που υπογράφτηκε το πρωτόκολλο του Λονδίνου και όριζε τα σύνορα της Ελλάδας, και ως τον Φεβρουάριο του 1830, οπότε ανακηρύχθηκε η ανεξαρτησία της χώρας, μεσολάβησαν πολλά και σημαντικά επαναστατικά γεγονότα, από την «Έξοδο του Μεσολογγίου (10 Απριλίου 1826), το σημαντικότερο γεγονός στη στεριά), το θάνατο του Καραϊσκάκι (23 Απριλίου 1827), ως τη μάχη της Πέτρας (12 Σεπτεμβρίου 1829, τελευταία μάχη της Επανάστασης). Ωστόσο, το πρωτόκολλο εκείνο δεν εξασφάλιζε την ελληνική ανεξαρτησία· αντίθετα, όριζε για την Ελλάδα ένα καθεστώς αυτόνομης επαρχίας, υποτελούς στην οθωμανική αυτοκρατορία, όπως ήταν περίπου οι παρίστριες ηγεμονίες.  Ξέρουμε όμως πως αυτό δεν το δέχτηκαν οι Έλληνες. Άραγε, τα πολεμικά γεγονότα που μεσολάβησαν σ’ αυτά τα τέσσερα χρόνια, δεν ήταν άξια να υμνηθούν; Και πως ο Κάλβος ικανοποιήθηκε, όταν μόλις πριν δύο χρόνια είχε πει πως «τα κατορθώματα των σημερινών Ελλήνων εξισούνται μ’ εκείνα των αρχαίων και νομίζονται άσματος άξια;» Ως την τελευταία του Ωδή προτρέπει τους Έλληνες ν’ αγωνιστούν για να συντρίψουν «τον έχθιστον ζυγόν», και διαπιστώνει για άλλη μια φορά:

Ξερή πέτρα το στρώμα
φαρμάκι το ψωμί
της δουλείας είναι (ΧΧ, ζ΄)
και καταλήγει με το ιδανικό του αγωνιστή:
σύμμετρα ας αποθάνωμεν
δια την πατρίδα (ΧΧ, ι΄).

Τέλος, η άποψη πως «ίσως μπορεί να μην εσύνθετε τις ωδές του, αν δεν είχε τέτοια, ‘ένδοξα’ γεγονότα να υμνήσει», δεν λογαριάζει καθόλου τον ποιητή, αλλά τοποθετεί στη θέση του ‘ένα οποιονδήποτε ευκαιριακό και περιστασιακό’ στιχουργό. Πραγματικά, έγινε κι αυτό: Ο Κάλβος κατατάχτηκε στην ίδια σειράμε τον Μαρτελάο, το Ρήγα, τον Κοραή, τον Παλιουρίτη και άλλους, που θα έμεναν ποιητικά ανέκφραστοι, αν δεν ξεσπούσε η Επανάσταση. (Επιπλέον, δεν λογαριάζουν καθόλου πως ο Κάλβος έγραφε και πριν από την Επανάσταση (ιταλικά) και μάλιστα σε μια τέτοια ηλικία, που, αν όχι τίποτε άλλο, δείχνει πως το σαράκι της ποίησης το είχε μέσα του. Το πράγμα είναι αρκετά σοβαρό και δείχνει το αδιέξοδο της φιλολογικής μεθόδου, που επιμένει στην εφαρμογή των πορισμάτων της σε κάθε περίπτωση μικρή ή μεγάλη, μοναδική ή κοινή, ξεχωριστή, η τυχαία. Και, βέβαια, δεν ξέρομε τι θα γινόταν αν ο ποιητής είχε τέτοια ‘ένδοξα γεγονότα να υμνήσει, ωστόσο, ξέρομε πολύ καλά πως αν δεν είχαμε αυτά τα γεγονότα, δεν θα είχαμε τίποτα, όχι μόνο τον Κάλβο, αλλά και τον σημαντικότερο Σολωμό, δεν θα είχαμε Μακρυγιάννη και το διαρκέστερο ίσως τμήμα της νεοελληνικής γραμματείας, κι από την άποψη της πολιτικής, δεν θα είχαμε ελευθερία, κράτος, ανεξαρτησία.

Η σιωπή του Κάλβου δεν εξηγείται με εξωτερικά υποθετικά αίτια, που έχει εφεύρει κατά καιρούς η τυμβωρυχία της ποίησής του. Σε εσωτερικά αίτια, που ενυπάρχουν στο έργο του, πρέπει να αναζητήσει κανείς την καλλιτεχνική του συμπεριφορά.

Το πρώτο που παρατηρεί κανείς διαβάζοντας τις ωδές στο σύνολό τους, είναι πως δεν παρουσιάζουν καμιά εξέλιξη· Ο Κάλβος υψώνεται κάθετα. Στον Σολωμό η εξέλιξη είναι καταφανής: Από την απλοϊκότητα των πρώτων ελληνικών ποιημάτων έφτασε «με καιρό και με κόπο» στη μοναδική ωριμότητα του Γ’ Σχεδιάσματος των «Ελεύθερων πολιορκημένων» και του «Carmen Seculere»:

Σαστίζ’ η γη κι η θάλασσα κι ο ουρανός το τέρας,

το μέγα πολυκάνηλο μες στο ναό της φύσης.

Ο Κάλβος από την πρώτη κιόλας ωδή («Οφφιλόπατρις) δείχνει να έχει κατακτήσει τα μέσα της ποίησής του. Τη γλώσσα (αυτή που μεταχειρίζεται), την αινιγματική στιχουργία, τους εκφραστικούς τρόπους και τα σχήματά του. Η πρώτη του αυτή ωδή είναι ένα αριστούργημα. Περιέχει τα βασικά στοιχεία της ποίησής του: Την κλασική παιδεία,  την εμμονή στην ιδέα της πατρίδας, τη μεταφορά του πληβειακού στοιχείου στην ποίηση και τη χρήση (πέρα από το λεκτικό και το φωνητικό σύστημα της δημοτικής γλώσσας) θεμάτων λαϊκού πολιτισμού· το ερωτικό στοιχείο – έναν αισθησιασμό , που οι προεκτάσεις του διαρρέουν μ’ ένταση τους στίχους· το διάλογο με τον ήλιο, το φως και τη νύχτα, την απόλυτη παραδοχή της μοναδικότητας της ελληνικής φύσης( στεριανής και θαλασσινής), εξιδανικευμένης σε ανθρωπομορφικό πλαίσιο, που μέσα του ανακλώνται και μορφοποιούνται τα κινήματα της ψυχής του· το μίσος της τυραννίας·  τον θάνατο,  τέλος, μόνιμο παρακολούθημα και κορύφωση των ποιημάτων. Από την άποψη της τεχνικής περιέχονται και τα σημαντικότερα μέσα της ποιητικής του: Η επιφώνηση, η αποστροφή δηλαδή προς το αδόμενο     θεματολογικό αντικείμενο· η αντιπαράθεση του εγώ στο κατεστημένο(παραδεκτό ή όχι) της φυσικής οικουμένης· ένας αυτοβιογραφικός (ή εξομολογητικός τόνος), που αποστασιοποιεί το υποκείμενο από το αντικείμενο της ωδής, προσδίδοντάς της βαθιά τραγικότητα και με την αντιπαράθεση του αγωνιζόμενου σώματος της πατρίδας προς την οικουμενική αταραξία διαγράφει το υψηλό ήθος αυτής της ποίησης· οι «πινδαρικές γνώμες», που κορυφώνονται σε καίρια σημεία των ωδών και τους προσδίδουν έναν οικουμενικό χαρακτήρα · μια περιγραφική τάση, τέλος που κρατιέται στο τεντωμένο σκοινί της ευαισθησίας με μια οργανική ισορροπία και αποδίδει την «φανταστικήν οικουμένην».

Ο Κάλβος έχει μια εποπτεία ζωής και μας αγωνιστική θεώρηση του κόσμου και των ορισμών του.  Το «ενδιάθετόν» του, κατά που λέει κι ο Μητσάκης, βρίσκει, τις περισσότερες φορές, την εκφραστική του μορφή στους ολιγοσύλλαβους στίχους του.

Ένας αρθρωμένος λόγος κυριαρχεί που μορφοποιεί τα κινήματα της ψυχής», κινήματα ενός κόσμου στραμμένου στην περιοχή του ποιητικού μύθου από όπου αντλείται αυτό το περιεχόμενο. Δεν είναι λίγες οι φορές που ο λόγος αυτός φτάνει στο αδιέξοδο του παραληρήματος και προεκτείνεται ως τη σιωπή.

Ο Κάλβος είναι μια πρώιμη έκλαμψη, με κάποια προϊστορία βέβαια, που ωστόσο δεν τον βοήθησε αποφασιστικά να βρει το δρόμο του. Η αστραπή του λόγου του φώτισε τα νιάτα του και «γνώρισε τον εαυτό του». Μια συναίσθηση ευθύνης τον βαραίνει από την πρώτη κιόλας ωδή, συναίσθηση ποιητική , καλλιτεχνικής συνέπειας, θα το έλεγα, ασν δεν κινδύνευε η λέξη να παρεξηγηθεί: «ηθική της δημιουργίας».Η τελευταία του ωδή («Ο βωμός της πατρίδος» δείχνει πως ποιητής δεν έχδει να δώσει τίποτε – αφήνει την υποθήκη του στους αγωνιζόμενους Έλληνες γιατί νιώθει την κάμψη και το χαμήλωμα του ¨ορνέου του Διός» (v, γ’). Η σιωπή του Κάλβου είναι αποτέλεσμα αυτής της βαθιάς συναίσθησης: ότι πέρα από το τελευταίο σημείο του συντελεσμένου έργου δεν μπορεί να δώσει τίποτε άλλο. Και σιώπησε για πάντα. Σε ξένες λογοτεχνίες και στα νεότερα χρόνια της δικής μας λογοτεχνίας, υπάρχουν ανάλογα παραδείγματα, όχι όμως τόσο χτυπητά. Η περίπτωση του Κάλβου, με την ιδιοτυπία και τη μοναδικότητά της, εντυπωσιάζει.

Η ποιητική ολοκλήρωση συντελείται σε κάθε ωδή. Ύστερα πό κάθε τελεία (ή άλλο σημείο στίξης) στο τέλος κάθε ωδής, νιώθει κανείς την προέκταση της σιωπής. Η σιωπή  είναι οργανικό και λειτουργικό στοιχείο της ποίησής, όπως είναι και στην ποίηση του Αισχύλου. Υπάρχει και μέσα στις ωδές, που οι περισσότερες καταλήγουν με την ιδέα του θανάτου. Με το θάνατο επέρχεται το τέλος αλλά και η τελείωση. Γιατί, πέρα από το ρομαντικό και το αγωνιστικό ιδεώδες που του προσάπτουν, αλλοιώνοντας την πραγματική του φυσιογνωμία, η ιδιοσυγκρασία του τον έφερνε σε μια καθολική αντιμετώπιση των πραγμάτων και η ποίησή του σφαιρώθηκεσ’ αυτή την αντιμετώπιση. Έξω από αυτήν απλώνεται η σιωπή, η μεγάλη και σκοτεινή σιωπή του.  Ύστερα από τόσους αναβαθμούς σιωπής, έφτασε στην απόλυτη σιωπή. Είπε τον καίριο λόγο του και σίγησε.

Γιατί υπάρχει απορία πως ο ποιητής σίγησε;  Αν κάποιος ξέρει πώς και πότε πρέπει να σιωπά, αυτός είναι ο ποιητής.

Αθήνα, Ιούλιος, 1979

…………………………………..

*Απόσπασμα από μεγαλύτερη εργασία σχετική με τις Ωδές  του Κάλβου.

** Πρώτη δημοσίευση : Περιοδικό «Διαβάζω», τεύχος. 140, Αφιέρωμα στον ποιητή Ανδρέα Κάλβο. Επιμέλεια αφιερώματος: Γιώργος Γαλάντης, 26-3-’86, σς.35-40

Δημοσιεύτηκε στο Fractal τον Σεπτέμβριο του 2019

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου